κωδικοποιώ

κωδικοποιώ
κωδικοποιώ, κωδικοποίησα βλ. πίν. 73

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κωδικοποιώ — 1. απαρτίζω κώδικα, συγκεντρώνω σε ένα σώμα και κατατάσσω συστηματικά νόμους, αρχές ή οδηγίες 2. γράφω με κώδικα ή εγγράφω σε κώδικα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κῶδιξ, ικος. Η λ. μαρτυρείται από το 1869 στον Ιω. Σούτσο] …   Dictionary of Greek

  • κωδικοποιώ — συγκεντρώνω συστηματικά και μεθοδικά κανόνες δικαίου, νόμους κ.ά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -ποιώ — ποιῶ, ΝΜΑ β συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε ποιός (πρβλ. αρτοποιώ < αρτοποιός, νεωτεροποιώ < νεωτεροποιός), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό ποιώ λειτούργησε ως παραγωγική… …   Dictionary of Greek

  • ακωδικοποίητος — η, ο [κωδικοποιώ] 1. αυτός που δεν κωδικοποιήθηκε, που δεν συντάχθηκε σε κώδικα, δηλαδή δεν κατατάχθηκε μεθοδικά 2. αυτός που δεν περιλήφθηκε σε κώδικα …   Dictionary of Greek

  • κωδικοποίηση — Η συστηματική και μεθοδική συγκέντρωση και κατάταξη των νομοθετικών κειμένων, των διατάξεων, των συνθηκών κλπ., έτσι ώστε το κείμενο που προκύπτει να είναι απαλλαγμένο από τις συγκρουόμενες ή τις άχρηστες διατάξεις και να παραμένει εύχρηστο. Η κ …   Dictionary of Greek

  • κωδικοποιητής — η (κρυπτολ.) συσκευή η οποία μετατρέπει το κανονικό κείμενο ενός μηνύματος σε κωδική μορφή με σκοπό την κρυπτογράφηση ή κρυπτοφώνησή του. [ΕΤΥΜΟΛ. < κωδικοποιώ. Η λ. είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. coder < αγγλ. code < λατ …   Dictionary of Greek

  • θεσμοθετώ — θεσμοθέτησα, θέτω νόμους, κωδικοποιώ νόμους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”